Tuesday, December 26, 2006

26 Δεκέμβρη 1906



Ανώμαλέ μου βρωμόγερε, μωρό μου Νινίνιο,

ξύπνησα πριν λίγο, τρέχει η μύτη μου και πίνω ένα τσάι. Είμαι ζεστή. Έχω τη ζέστη του κρεβατιού. Τί να κάνουμε μικρέ μου εραστή, τί να κάνουμε που η μικρή σου τσούλα είναι τόσο διεστραμμένη; Αυτή είμαι και ξέρω οτι σ'αρέσει. Αποφάσισα χτες να βγω, ο πυρετός με είχε κρατήσει πολλές μέρες κλεισμένη εδώ. Σου μίλησα πριν και σου είπα πως δεν είχα πολύ όρεξη για μπερδέματα του μυαλού μου. Και να που η Οφελίνα σου βρέθηκε στη μια το πρωι να παίρνει πίπες με όρεξη και μανία στο πάρκο μέσα σε απίστευτα πολύ κρύο. Πήγα κεί που σου είπα μωρό μου, δεν μπορούσα να πιω , ξέρεις γιατί. Κάπνιζα κι έπινα χυμό με καλαμάκι. Απέναντι αρκετά μακρυά απο'μενα καθόταν ένας κύριος. Ένας κύριος του γούστου μου. Με μεγάλα σκούρα πρόστυχα μάτια. Τα είχα προσέξει από την ώρα που μπήκα. Ήταν με μια μεγάλη παρέα. Και προφανώς με τη σύζυγό του . Δεν καθόταν πολύ κοντά μου όμως ένιωθα πως με κοιτάζει. Ίσως γιατί έπινα πορτοκαλάδα με καλαμάκι. Άρχισε να γεμίζει με κόσμο το μαγαζί. Κι ο κύριος ήρθε πιό κοντά μου. Η παρέα του έπινε πολύ. Μέθυσε. Όλοι ήταν μεθυσμένοι εκτός από μένα. Η ιδιοκτήτρια μας σύστησε. Έβλέπα στην κατάσταση αυτή έσένα. Σκεφτόμουν πως θα ήταν αν σε γνώριζα έτσι. Πόσο θα καυλώναμε. Μετά τη γνωριμία μου έπιασε αμέσως την κουβέντα. Για όλα τα άσχετα πράγματα του κόσμου. Η κουβέντα 'εφτασε και στην πορτοκαλάδα μου με το καλαμάκι. Του είπα πως δεν μπορώ να πιω αλκοόλ μα πως δε με νοιάζει. Πως δεν το χρειάζομαι για να κάνω αυτά που θέλω. Και πως προτιμώ για ό,τι κάνω στη ζωή μου να έχω πλήρη συναίσθηση. Χαμογέλασε κι είχε το πιό καυλιάρικο χαμόγελο του κόσμου. Κατάλαβα οτι πίσω απο το χαμόγελο αυτό ζούσαν χίλιες εικόνες που του είχα ξυπνήσει. Με σκέφτηκε να κάνω τα πάντα ξεμέθυστη. Το ξέρω αυό σκέφτηκε. Συνέχισε να μου μιλάει. Του είπα για όλα εκείνα που μ'αρέσουν. Με έβρισκε περίεργη το καταλάβαινα. Μπορεί και να μην καταλάβαινε τίποτα απο αυτά που του έλεγα. Μωρό μου, ξέρω είναι ανώμαλο μα είχα την αίσθηση πως παρακολουθούσες όλη τη σκηνή απο κάπου. Μιλήσαμε κι άλλο. Ήταν μεθυσμένος το ένιωθα. Πιό πολύ ένιωθα ότι ήταν καυλωμένος. Με έναν περίεργο τρόπο. Το μέρος ήταν ασφυκτικά γεμάτο. Τον είδα να γυρίζει και να λέει κάτι στους φίλους του. Σε λίγο γύρισε και μου είπε πως τον ενόχλησε ο τόσος καπνός και αν ήθελα να πηγαίναμε λίγο έξω να πάρουμε αέρα. Ήταν η νόμιζε πως ήταν ντροπαλός κι εγώ ένιωθα πως μπορώ να τον σοκάρω κι αυτό με καύλωνε. Ωωω Νινίνιο μου θα ήσουν πολύ περήφανος για μένα είμαι σίγουρη. Του χαμογέλασα και τον ρώτησα αν θέλει στ'αλήθεια να πάρουμε αέρα. Του είπα πως θα βγω μαζί του έξω αν μου πεί τον πραγματικό λόγο που θέλει να βγούμε. Δίστασε και ήταν τόσο καυλιάρικος αυτός ο δισταγμός. Με πλησίασε και μου είπε πως θέλει να με φιλήσει και να με αγγίξει. Τον ρώτησα γιατί δεν το κάνει; Μου είπε πως δεν μπορεί να το κάνει εκεί μέσα που βρισκόμασταν. Του είπα πως δε μαρεσει να ξεκινάω να κάνω κάτι με τόση βιασύνη και τόσο άγχος. Πως δε μου λέει τίποτα το να βγω μαζί του έξω για μερικά λεπτά , για να μου δώσει ένα φιλί και να με χουφτώσει στα γρήγορα. Μου είπε πως έχουμε χρόνο στη διάθεσή μας καθώς είχε πει στους φίλους του πως θα πήγαινε να βρει ανοιχτό περίπτερο , και πως εκείνοι δεν θα έδιναν σημασία στο χρόνο που θα έκανε να επιστρέψει. Του είπα να βγεί πρώτος και πως θα έβγαινα σε λίγο. Βγήκα, με περίμενε στη γωνία. Δεν ήμουν απόλυτα σίγουρη γι αυτό που κάνω. Όμως κάτι με έσπρωχνε. Ήταν το βλέμμα σου πρόστυχε ξεκωλιάρη μου. Ήταν άλλος. Εϊχε αρχίσει να ντρέπεται πάλι. Μου είπε πως δεν τα κάνει αυτά μα πως δεν ξέρει τι τον έπιασε και πως δεν μπορεί παρα να μην το κάνει. Του μίλησα κάπως απότομα. Του είπα πως δε μαρέσουν οι εξηγήσεις και πως δε με νοιάζει τί κάνει. Σταμάτησε και είχε το ύφος του παιδιού που το μαλώνουν. Μ'άρεσε τόσο πολύ αυτό. Είχε κάτι στο πρόσωπό του και στις εκφράσεις του που με καύλωνε απίστευτα. Ακόμη δεν ξέρω τί. Εϊχε τσουχτερό κρύο. Φτάσαμε στο παρκο. Καθήσαμε κι ανάψαμε τσιγάρο. Κρύωνα πολύ. Δε μιλούσε. Δεν έλεγε τίποτα. Κοίταζε χαμηλά. Εγώ κοίταζα μακρυά. Χωρίς να τον κοιτάζω έβαλα το χέρι μου ανάμεσα στα πόδια του, ακούμπησα τη καύλα του πάνω από το παντελόνι. Κόντεψα να λιποθυμήσω, το παντελόνι του ήταν υγρό. Εϊναι σπάνιο αυτό, το ξέρεις. Αναρωτήθηκα πόση ώρα είναι καυλωμένος. Γονάτισα μπροστά στο παγκάκι. Ακούμπησα το μάγουλο μου πάνω στον πούτσο του. Σιγά σιγά όλο το πρόσωπο. Το μέτωπό μου, το σαγόνι μου. Έτριβα απαλά το πρόσωπό μου πανω του. Εκείνος δεν έκανε τίποτα. Σα νεκρός. 'Ετρεμε και δεν ήξερα αν ήταν από την κάυλα η απο το κρύο. Ξεκούμπωσα το φερμουάρ, και μου αποκαλύφθηκε ένας υπέροχος καυλωμένος πούτσος. Είμασταν δυο άνθρωποι μόνοι μέσα στο κρύο. Με πολλά ρούχα και κασκόλ και μόνο ο πούτσος του ήταν μέσα στο κρύο εκτεθειμένος εκεί, σκλαβος μου. Περίμενε με αγωνία έξω στο κρύο να τον πιάσω. Μ'αρεσε που μόνο ο πούτσος του χωρούσε να βγει. Τα αρχίδια του ήταν ζεστά μέσα στο παντελόνι. Δεν τα ακούμπησα. Άρχισα πάλι να τρίβω το πρόσωπό μου πάνω του. Τον είδα που κοίταζε. Με κοίταζε με την έκφραση της καυλας που δεν έχει αφεθεί ακόμη. Έβγαλα την άκρη της γλώσσας μου κι άρχισα να τη σέρνω από κάτω προς τα πάνω. Ένιωθα πως πρέπει να βγάλω κι εγώ ένα μέλος μου έξω στο κρύο. Ξεκούμπωσα το παλτό μου, κατέβασα το φουστάνι μου κι έβγαλα το ένα μου στήθος έξω. Οι ρώγες μου ήταν τεράστιες, ξέρεις πως γίνονται Νινίνιο μου έτσι δεν είναι; Πονούσαν από τη καύλα και το κρύο. Άρχισα να τρίβω τη ρώγα μου στο κεφάλι του. Σκούπισα όλα τα υγρά του. Πήρα στο΄δάχτυλό μου λίγο και το έγλειψα. Άρχισα να τον γλέιφω δυνατά, να τον ρουφάω, κι εκείνος άρχισε ναφήνεται. Με κοίταζε καυλωμένος, άρχισε να βογγάει, μου έτριβε και μου τσιμπούσε δυνατά τις ρώγες μου. Σκυμμένος πάνω μου, ένιωθα να με ζεσταίνει. Συνέχισα με απίστευτη μανία , ένιωθα το βλέμμα σου εκεί κοντά. Να μας βλέπεις και να καυλώνεις. Σε σκέφτηκα πάλι να είσαι από πίσω μου εκείνη την ώρα. Να γλείφω έναν πούτσο στα τέσσερα κι εσύ από πίσω μου να τον παίζεις κολλημένος στον κώλο μου. Ωωω πόσο με έχει στοιχειώσει αυτή η σκηνή πορνόγερέ μου Νινίνιο. Καυλωνε αυτος, καυλωνε πολύ, κι εγώ ήμουν τόσο υγρή, μούγκριζα με τον πούτσο του μέσα στο στόμα μου κι εκείνος μου φάνηκε πως άρχισε να με βρίζει. Ήθελε να χύσει το κατάλαβα. Κουνούσε τη λεκάνη του με δύναμη , κι άφησε ένα βογγητό βαρύ, ενα βογγητό τρομερής καύλας. Έχυσε στο πρόσωπό μου, στα μάγουλα μου, στη γλώσσα μου, στο λαιμό μου. Μείναμε μερικά δευτερόλεπτα έτσι. Σηκώθηκα. Του είπα κοίτα τί χάνεις και τον φίλησα. Με φίλησε πολύ, με φίλησε δυνατά. Τον κούμπωσα. Του χαμογέλασα. Έβαλα το στήθος μου στη θέση του. Σκούπισα το πρόσωπό μου με το χέρι. Σηκώθηκα όρθια. Ξεσκόνισα τα γόνατά μου. Σηκώθηκε και περπατήσαμε. Φτάσαμε σχεδόν έξω από την πόρτα του μαγαζιού. Με ρώτησε αν ήθελα το τηλέφωνο του. Του είπα όχι. Πατώντας στις μύτες του έδωσα ένα φιλί εκεί που έφτανα. Στο λαιμό. Του είπα καληνύχτα, είμαι η Οφηλίνα. Πρόλαβε να μου πεί οτι έρχεται συχνά εδώ. Και πως θα είναι και αύριο. Χαμογέλασα κι έφυγα. Μπήκα στο ταξί. Εϊχα τη γεύση του. Γύρισα στο σπίτι. Σε έψαξα. Πέρασα από το σπίτι σου. Χτύπησα δυο φορες΄το παράθυρο. Μάλλον κοιμόσουν. Ήθελα να στα πω όλα εκείνη τη στιγμή, να καυλώσουμε. Στο σπίτι έφτιαξα ένα τσάι. Δεν πρόλαβα να το πιώ. Με πήρε ο ύπνος. Ξύπνησα με όλη την όρεξη του κόσμου να σου γράψω τί συνέβη. Στέλω αμέσως το γράμα με τον πιστό μου υπηρέτη. Πόσο μ'αρέσει να δίνω σ'οποιον βρώ την καύλα που κρατάω για σένα. Αχχ μη με παρεξηγήσεις μικρέ μου βρωμόγερε. Είμαι εκφυλη ερωτολάγνα. Το ξέρω. Ήθελα να σε βρώ αμέσως μετά απο αυτό. Με το σπέρμα του μέσα στο στόμα του. Να σε φιλήσω. Να μου γλέιψεις το πρόσωπο. Πόσο το ήθελα. Πρέπει να σε αφήσω μωρό μου.

Η μικρή σου πουτάνα που γλείφει πούτσους σαν τη σκύλα στα πάρκα

Οφηλίνα

0 Comments:

Post a Comment

Subscribe to Post Comments [Atom]

<< Home